Αυτό που κάνουμε στο ελληνικό κοινοβούλιο είναι να ασχολούμεθα, είτε ως συμπολίτευση, είτε ως αντιπολίτευση, με τα νομοσχέδια, που έρχονται προς συζήτηση και ψήφιση, αλλά ποτέ με τον εισηγητή τους.
Κατά την κρίση μου, η συνήθης στάση μας υπαγορεύεται από νομοθετικές ρυθμίσεις, όπου ο κοινωνικός αντίκτυπος είναι συμβατός προς τα αναμενόμενα. Ομως, δεν θα έπρεπε να μένει στο απυρόβλητο της κριτικής ο υπουργός-εισηγητής, όταν η θεματική του νομοσχεδίου άπτεται καίριων ζητημάτων, όπως της Παιδείας ή της ασφάλειας του πολίτη, για να αναφερθώ στα δυο επίκαιρα, καθώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέβαλε την αντισυνταγματική ανατροπή τους.
Αν σκεφτούμε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μέσα σε εκατό μέρες, δεν κατόρθωσε να βρεί ένα αξιόπιστο δρόμο επαφής με τους εταίρους μας, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει διακαώς να αποδομήσει κάθε πρόταση, που θα είχε έρεισμα πολιτικής συναίνεσης, αντιλαμβανομαστε τους λόγους για τους οποίους –εντός και εκτός Ελλάδας- βρίσκεται σε πλήρη απομόνωση.
Την εβδομάδα που πέρασε, ψηφίστηκε στη Βουλή ο νόμος Μπαλτά για την Παιδεία, που η προχειρότητά του χαρακτηρίστηκε ως παροιμιώδης, ενώ τα άρθρα του άρμοζαν απολύτως στην πορεία και στην ιδεολογία του εισηγητή του. Δυστυχώς, οι νόμοι για την Παιδεία αφήνουν πίσω τους μεγάλα προβλήματα, όταν δεν είναι προϊόντα πολιτικής σύγκλισης. Ωστόσο, αυτή η αναγκαία παραδοχή βρίσκεται μακρυά από την αντίληψη της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ , η οποία βλέπει και στήνει παντού εχθρούς για να πορεύεται.
Μελετώντας, λοιπόν, κείμενα και προηγούμενες δημοσιεύσεις του υπουργού Παιδείας, είμαι βέβαιος ότι αυτός ο νόμος που πέρασε, θα αποτελέσει την πρώτη απόπειρα στις μεγάλες αλλαγές, τις οποίες σχεδιάζει ο κ. Μπαλτάς προκειμένου η Παιδεία να προσαρμοστεί στην κομματική ιδεοληψία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ελληνικη παιδεία και κυρίως η Ελληνική Ανώτατη Εκπαίδευση, με υπουργό τον κ. Μπαλτά, κινδυνεύει άμεσα από το σοκ του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στον οποίο δήθεν ο ίδιος ασκεί κριτική, αλλά ουσιαστικά επιβάλλει, καταστρέφοντας κάθε ελπίδα των νέων της Ελλάδας για ισότιμη εκπαίδευση, όπως αυτή νοείται στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Από δω και πέρα είναι πιθανόν τα πτυχία των ελληνικών πανεπιστημίων να μην γίνονται αποδεκτά ως ισότιμα από τα άλλα ευρωπαϊκά ανώτατα ιδρύματα. Σ εμάς η από δω και πέρα η ισοτιμία, ακόμη και στην ανώτατη εκπαίδευση εννοείται προς τα κάτω, όταν η ισοτιμία στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες εννοείται ως παροχή ευκαιριών για αριστεία. Δυστυχώς, η λέξη αριστεία για την ιδεολογική αντίληψη ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει θέση στο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας.
Τον κ. Υπουργό, φυσικά, δεν γνωρίζαμε από την προηγούμενη ενασχόλησή του, ως καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πολυτεχνείο. Υποθέτω, όμως ότι ο κ.πρωθυπουργός θα χρημάτισε φοιτητής του, θαυμάζοντας τον καταιγιστικό, εφευρετικό τρόπο γραφής του και τον επινοητικό στα επιχειρήματά του, ως κομμουνιστής εσωτερικού, όπως αυτοπροσδιοριζόταν.
Ο ίδιος γράφει για τον εαυτό του ότι είναι “ένας απλός – μάλλον περίπλοκος- Μηχανολόγος Ηλεκτρολόγος με διδακτορικό δίπλωμα στη θεωρητική φυσική των υψηλών ενεργειών”, ενώ χαριτολογώντας, λέει ότι δεν διαθέτει τυπικά προσόντα για να διδάξει φιλοσοφία.
Ωστόσο, ο νόμος που διέπει πλέον την λειτουργία των ΑΕΙ διαπνέεται από την μαρξιστική φιλοσοφία: Ο κ. Μπαλτάς θεωρεί ότι η συγκυρία με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την εξουσία είναι “η ευκαιρία να εναποτεθεί στα χέρια μιας μειοψηφίας η διαχείριση των θεσμών”. Και επειδή η Παιδεία είναι θεσμός, την παρέδωσε σε μια δοκιμασμένη κρατικίστικη και κρατικοδίαιτη μειοψηφία, όπως η συνδικαλιστική, ενός άκρατου κομματικού συντηρητισμού. Ομως εκείνος την αναγάγει σε “συμμέτοχο και συναυτουργό με το κόμμα, που βρίσκεται στην εξουσία”. Ως το μακρύ χέρι του κόμματος προσβλέπει ο κ. Μπαλτάς στους συνδικαλιστές,παραδίδοντας τα ΑΕΙ σε μειοψηφείες απελπιστικά μικρονοϊκές, που τις κάλεσε να αναλάβουν την ευθύνη της διοίκησης, αγνοώντας τις αντίπαλες πλειοψηφίες.
Ο ίδιος στο βιβλίο που εξέδωσε το 2001 με τίτλο “Αντικείμενα και όψεις εαυτού”, ομολογεί ότι ο τρόπος που είχε επιλέξει να συμπεριφέρεται ως ακαδημαίκός δάσκαλος ήταν “η μεθοδική εξαπάτηση των μαθητών του δια της παραλείψεως”.
Ακριβώς το ίδιο μοντέλο -φιλοσοφικό ή μή- ακολούθησε στο σχέδιο νόμο που εισηγήθηκε και ήδη αποτελεί νόμο του κράτους: Δια της παραλείψεως της αλήθειας παραπλάνησε το κοινοβούλιο ότι δήθεν εκδημοκρατίζει τα ΑΕΙ. Ουσιαστικά, με αυτό το νόμο, που αποτελεί μνημείο αποσπασματικής αντιμετώπισης καίριων προβλημάτων και απαύγασμα ιδεολογικής εμπάθειας και εμμονής, επιστρέφει η Ανώτατη Εκπαίδευση σε μια εποχή πέραν κι εκείνης του Κουτσόγιωργα. Οδηγείται σ´ένα “παλαιοημερολογίτικο απολίθωμα”, σύμφωνα με τον όρο του κ. Υπουργού, όταν περιέγραψε τα αισθηματά του, ως αριστερού, μετά την κατάρρευση της Σοβιετίας.
Ο κ. Μπαλτάς, παίζοντας με τις λέξεις και τις έννοιες στα φιλοσοφικά του κείμενα, μας προέτρεπε να πιστεύσουμε ότι ο ίδιος “δεν διαθέτει τα τυπικά προσόντα για να διδάξει το συγκεκριμένο αντικείμενο -της φιλοσοφίας- στο Πανεπιστήμιο”. Φυσικά και δεν είναι έτσι. Με αυτή την κατεδάφιση που επέβαλε, με αυτήν την ανατροπή των όσων έγιναν, μετά από μεγάλη προσπάθεια αλληλοκατανόησης και όσμωσης των κομμάτων στα εκπαιδευτικά, η φιλοσοφία του κ. υπουργού προσβλέπει στην αλλαγή του… κόσμου! Κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο την επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού φυσικά προηγηθεί η προαναγγελθείσα προεκλογικά αλλαγή της Ευρώπης…
Ο κ. Μπαλτάς παρέχει θεωρητικό υπόβαθρο στις κυβερνητικές πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ. Γι αυτό και εισάγει ως αναπαλαιωμένη την προ ετών απαξιωμένη συνδικαλιστική διοίκηση στα ΑΕΙ, η οποία “ως σοσιαλιστική θα αυξήσει την παραγωγή τούβλων… Τζουμ , τζούμ, ταρατατζούμ” όπως ο ίδιος γράφει, το 1982. Μεθοδικά, και χωρίς κανένα πρόβλημα για την κομματική ιδεοληψία της κυβέρνησης, ο κ. Υπουργός παρέδωσε πάλι, μετά από 34 έτη, την διοίκηση των ΑΕΙ στους συνδικαλιστές.
Αλλά ποιούς συνδικαλιστές; Γιατί το 2015 στους χὠρους της Ανώτατης Εκπαίδευσης οι συνδικαλιστές εκπροσωπούν μικρές φανατικές μειοψηφίες, που δεν έχουν σχέση με την κοινωνία, την ευημερία, την πνευματική δημιουργία, την ανάπτυξη. Η αντίληψη του κ. υπουργού γίνεται πιο οπισθοδρομική τη στιγμή που επανέφερε στη διοίκηση των ΑΕΙ και τους φοιτητές. Τώρα, πλέον η διαπλοκή ανάμεσα σε καθηγητές και φοιτητές νομιμοποιήθηκε. Η συναλλαγή ανάμεσα σε διοικήσεις και φοιτητές αποκαταστάθηκε, ως αναγκαία συνθήκη διοίκησης.
Αλλἀ αυτό δεν ενδιαφέρει τον κ. Υπουργό.Θεωρεί ότι όλες οι διαδικασίες παραγωγής υποτάσσονται στον καπιταλισμό και όλες οι καπιταλιστικές-ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι ιδιόμορφες, ενώ ο σοσιαλισμός,: “ δεν είναι πράσινα άλογα”, κατά τη δήλωσή του.
Λυπάμαι που η πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση, παραμερίζοντας τα τυπικά προσχήματα, εντός εκατό ημέρων εισήγαγε τα “κόκκινα άλογα” στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Άλογα, εν τη κυριολεξία …