Ο κ. Κικίλιας αρχικά τοποθετήθηκε ως προς τη σημασία της γεωπολιτικής θέσης της χώρας μας:
«Η χώρα μας βρίσκεται σε μία ιδιαίτερη γεωπολιτική θέση, επί της ουσίας στο σταυροδρόμι, όπου συναντώνται τα βασικότερα κύματα μεταναστών και παράνομων μεταναστών από τρεις διαφορετικές ηπείρους. Αποτελεί μία νησίδα σταθερότητας και υψηλού βιοτικού επιπέδου (ακόμα και στη σημερινή δυσμενή οικονομική συγκυρία), πάντα συγκρινόμενη με τις χώρες προέλευσης των μεταναστών. Χαρακτηρίζεται επίσης, από μία εκτεταμένη συνοριακή γραμμή, που διευκολύνει την παράνομη διακίνηση μεταναστών.
Στο σημείο αυτό τίθεται αυτόματα ένα ξεκάθαρο ερώτημα: Με δεδομένη τη θέση της χώρας μας, αλλά και την αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή, ποια είναι η πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουμε; Μήπως, - όπως λένε κάποιοι πατριδοκάπηλοι λαϊκιστές, να κλείσουμε τα σύνορα και να εφαρμόσουμε ένα πογκρόμ διώξεων; Μήπως, - όπως λένε κάποιοι κοσμοπολίτες διεθνιστές, να ανοίξουμε τα σύνορα και να φιλοξενήσουμε όποιον και για οποιονδήποτε λόγο έρθει στη χώρα μας; Και στις δύο περιπτώσεις αυτές είμαστε κάθετα αντίθετοι. Αποτελούν τα άκρα και γι’ αυτό είναι και ανεφάρμοστες και επικίνδυνες πολιτικές».
Όπως τόνισε ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, η βάση μίας σύγχρονης μεταναστευτικής πολιτικής οφείλει να στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αρχών:
«Αρχή πρώτη: η πολιτική διαμορφώνεται πρώτα και κύρια, με βάση το εθνικό συμφέρον. Οι Έλληνες έχουμε πάει μετανάστες σε όλες τις άκρες του κόσμου και διακρινόμαστε από αισθήματα φιλοξενίας και αλληλεγγύης.
Οι περισσότεροι, μάλιστα, αναγνωρίζουμε ότι πάρα πολλοί μετανάστες ασχολήθηκαν με εργασίες –όπου θα το πω κομψά– απέφευγαν πάρα πολλοί συμπολίτες μας και ενσωματώθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό στις τοπικές κοινωνίες. Έχουμε όμως προ πολλού ξεπεράσει –ειδικά στο Λεκανοπέδιο– τον εθνικά ωφέλιμο και κοινωνικά ανεκτό, αριθμό μεταναστών.
Τον αριθμό που ορίζει η ανάγκη της εθνικής και κοινωνικής συνοχής. Για αυτό και ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια ακολουθείται μία πιο ενεργητική πολιτική για την αποτροπή εισόδου και για την επαναπροώθηση των παράνομων μεταναστών με ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα. Πολύ σημαντική κρίνεται και η λειτουργία των Κέντρων Πρώτης Υποδοχής, όπου φιλοξενούνται σε ανθρώπινες συνθήκες χιλιάδες μετανάστες. Τελευταία δεχθήκαμε και τα συγχαρητήρια της ευρωπαίας επιτρόπου, της κυρίας Μάλμστρομ.
Αρχή δεύτερη, το θέμα της μετανάστευσης και ειδικά της παράνομης, είναι διεθνές. Είναι αλήθεια πως απασχολεί κατά κύριο λόγο τη χώρα μας, επειδή είναι η πύλη της Ευρώπης και η πρώτη χώρα εισόδου, αλλά η ένταση και οι παρενέργειές του έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Βέβαια, πολλοί εταίροι μας κατά το παρελθόν έβλεπαν το δέντρο, χωρίς να βλέπουν το δάσος, προσπαθώντας να μεταφέρουν τις ευθύνες διαχείρισης σε εμάς και στις άλλες χώρες του Νότου, αλλά η πραγματικότητα δεν μπορεί να αλλάξει».
Η Ελλάδα μόνη της, σημείωσε ο κ. Κικίλιας, δεν μπορεί να αναχαιτίσει τις στρατιές των εξαθλιωμένων μεταναστών που περνούν από τα ανατολικά -χερσαία και θαλάσσια - σύνορά μας.
«Στο πλαίσιο μάλιστα της Προεδρίας της χώρας μας και μετά από ένα διπλωματικό μαραθώνιο, καταφέραμε να υιοθετηθεί Κανονισμός για την επιτήρηση των θαλάσσιων συνόρων της Ε.Ε. στο πλαίσιο της Frontex.
Αναδείξαμε την πραγματική φύση του προβλήματος της μετανάστευσης και ειδικά της παράνομης και ότι οι τρίτες χώρες, που έχουν οικονομικές συναλλαγές με την Ε.Ε. (μεταξύ αυτών και η Τουρκία) θα πιεστούν πολιτικά και θεσμικά ώστε να μην εμποδίζουν την επαναπροώθηση των μεταναστών.
Οι θετικές όμως αυτές εξελίξεις δεν πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό και επανάπαυση».
Κλείνοντας, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη τόνισε πως η χώρα μας, επί κυβέρνησης Σαμαρά, έθεσε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο το ζήτημα του συνυπολογισμού του οικονομικού και κοινωνικού κόστους των μεταναστών στις σχέσεις με τους δανειστές μας.
«Οι εταίροι μας πρέπει να κατανοήσουν ότι μόνο η παροχή υπηρεσιών παιδείας και υγείας στους παράνομους μετανάστες αποτιμάται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και οφείλουν να πράξουν το αυτονόητο, είτε να αφαιρέσουν αυτά τα ποσά από το έλλειμμα, είτε να προχωρήσουν σε ισόποση οικονομική ενίσχυση. Όπως επίσης, να ικανοποιήσουν το πάγιο ελληνικό αίτημα, οι υπηρεσίες ασύλου της Ε.Ε. να λειτουργούν στις κατά τόπου τρίτες χώρες, όπου υπάρχει σχετική ζήτηση, ώστε να αποτρέπεται το εμπόριο ελπίδας από τους επιτήδειους εμπόρους ψυχών, τους σύγχρονους δουλέμπορους».