Το κτύπημα αυτό που κατάφεραν οι τρομοκράτες στην καρδιά του Παρισιού δεν αφορά μόνο τη Γαλλία, ούτε καν ολόκληρη την Ευρώπη, αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αφορά την ελεύθερη και απρόσκοπτη διακίνηση των ιδεών, το σεβασμό στην διαφορετικότητα, την ίδια την ελευθερία του ατόμου , το δημοκρατικό τρόπο ζωής, όπως τον γνωρίζουμε. Καταλύει τις αξίες που επί αιώνες οικοδομήσαμε και παραβιάζει τις αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε ο πολιτισμός μας.
Η τρομοκρατία από όπου και αν προέρχεται, σε όλες τις μορφές της έχει κοινή μήτρα το φανατισμό, που προκαλεί το μίσος, που ελλοχεύει στην στρεβλή ερμηνεία της ανθρώπινης αλήθειας, του διαποτισμού και της φονταμενταλιστικής φιλαυτίας. Δεν έχει σημασία αν έχει περιτύλιγμα πολιτικό ή εθνικό ή φυλετικό ή όπως τελευταία θρησκευτικό. Όλα αυτά αποτελούν επίφαση που επιβεβαιώνουν τη μία και μοναδική αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, την αγωνία του ποιος θα τον προστατέψει, την αγωνία της ασφάλειάς του.
Σε αυτή ακριβώς τη συγκυρία αυτό που προέχει κατά κύριο λόγο πέρα από την ανάλυση και τον εντοπισμό των αιτίων του φαινομένου της τρομοκρατίας είναι η συνεργασία της διεθνούς κοινότητας για την ουσιαστική αντιμετώπισή της.
Ο σχεδιασμός δηλαδή πολιτικών δράσεων και η ανάληψη πρωτοβουλιών σε πολιτικό, κοινωνικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Σε πολιτικό επίπεδο με την ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών για τη συστράτευση του συνόλου όλων των χωρών στο μέτωπο κατά της τρομοκρατίας.
Σε κοινωνικό επίπεδο για τη διασφάλιση της συνοχής και της σταθερότητας στις κοινωνίες, όπου κατοικούν πολυπληθείς κοινότητες μουσουλμάνων.
Σε επιχειρησιακό επίπεδο για την αναβάθμιση των δυνατοτήτων και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των αρχών ασφαλείας.
Σε κάθε περίπτωση είναι σίγουρο ότι τα επόμενα χρόνια καλούμαστε να αναπτύξουμε και να διαχειριστούμε πολιτικές για την ασφάλεια των πολιτών.
Η Ελλάδα, μία σύγχρονη χώρα, ισότιμος εταίρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού και –κατά κοινή ομολογία- πυλώνας σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή έχει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει και δύο προκλήσεις:
Την απεμπλοκή της από το Μνημόνιο, και τη δημιουργία ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου.
Βασική και απαραίτητη προϋπόθεση για να ευοδωθεί η εθνική προσπάθεια είναι να διατηρηθεί και ενισχυθεί η εικόνα της ασφάλειας και της σταθερότητας στη χώρα.
Από τις αρχές Ιουνίου του 2014, που έχω την τιμή να έχω την πολιτική ευθύνη του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη κύριο μέλημά μου αποτέλεσε η εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας των Ελλήνων πολιτών και η ενίσχυση των σχέσεων συνεργασίας και ανταλλαγής τεχνογνωσίας με σύμμαχες χώρες.
Για το λόγο αυτό ταξίδεψα σε ΗΠΑ , Ισραήλ και Μεγάλη Βρετανία ενισχύοντας τους δεσμούς συνεργασίας, τα δε αποτελέσματα θα φανούν σε όλη τους τη διάσταση στο άμεσο μέλλον.
Στο πλαίσιο αυτό πετύχαμε να διασφαλίσουμε την απόκτηση του πλέον σύγχρονου συστήματος επικοινωνίας TETRAγια την Αττική. Δυστυχώς η μη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και η προκήρυξη των εκλογών μας εμπόδισαν να ολοκληρώσουμε την επέκταση του συστήματος σε όλη την Επικράτεια, αλλά και την απόκτηση 3500 αυτοκινήτων – που θα ανανέωνε όλο το στόλο της Ελληνικής Αστυνομίας- με πιο σημαντικό από όλα ότι ο Έλληνας φορολογούμενος δεν θα πλήρωνε ούτε ένα ευρώ.
Παράλληλα με συντονισμένες και μεθοδικές ενέργειες της φυσικής ηγεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας και όλων των ανδρών και γυναικών, που υπηρετούν με αυταπάρνηση – και να τονίσω με χαμηλούς μισθούς- στο Σώμα, συνελήφθησαν τρεις επικίνδυνοι τρομοκράτες (Μαζιώτης, Σταμπούλος, Ξηρός), αλλά κυρίως επιτύχαμε να αποτρέψουμε δύο καίρια κτυπήματα σε οικονομικούς και επιχειρηματικούς στόχους, καθώς και στις φυλακές του Κορυδαλλού, που εάν δεν τα προλαβαίναμε θα ήταν ανεξέλεγκτες οι συνέπειες και όχι μόνο για την εικόνα της χώρας. Θα δοκιμάζονταν η οικονομική, πολιτική και κοινωνική σταθερότητα και θα εξασθένιζε η διαπραγματευτική μας θέση στην προσπάθεια της οριστικής απεμπλοκής από τις δεσμεύσεις του Μνημονίου.
Η Ελληνική Αστυνομία βρέθηκε ένα βήμα μπροστά από την τρομοκρατία, γεγονός που αποτελεί βέβαια καθήκον του κράτους, αλλά κυρίως, κοινωνική απαίτηση.
Μία απαίτηση που οφείλουμε όλοι μας – ανεξαρτήτως ιδεοληψιών και στερεοτύπων, που πολλές φορές φτάνουν ακόμα και στο σημείο να ζητούν τον αφοπλισμό των αστυνομικών και να ομιλούν περί υπεραστυνόμευσης- να σεβαστούμε και να εργαστούμε ξεκινώντας ένα σοβαρό πολιτικό διάλογο. Με την τρομοκρατία δεν παίζουμε και ο αγώνας εναντίον είναι διαρκής και επίπονος.