Άρθρα



Η ρήση του Κένεντι (έστω και παραφρασμένη) είναι ιστορική, διαχρονικής επικαιρότητας και διαρκές ερέθισμα για προβληματισμό, «δεύτερη ανάγνωση» της εκάστοτε πραγματικότητας που καλούμαστε να διαχειριστούμε, και αυτονόητη

αφορμή για να πάμε πιο μακριά, αφού πρώτα κοντοσταθούμε για να διαπιστώσουμε τι πήγε στραβά. Τι δεν κάναμε σωστά. Ποιές στρεβλώσεις υπονόμευσαν την εθνική διαδρομή προς ένα καλύτερο μέλλον.

Με αφετηρία και αφορμή τις εξελίξεις γύρω από τη Χρυσή Αυγή, με τη συντονισμένη απάντηση της Δημοκρατίας σε εκείνους που αισθάνονταν πάντα άβολα στις τάξεις της, είναι χρήσιμο να αναρωτηθούμε, ως πολιτικό σύνολο στο σύνολό του, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για την πολιτική. Και δεν το κάναμε.

Διατυπώνεται η άποψη ότι η εκλογική ενηλικίωση και ενίσχυση της Χρυσής Αυγής, έχει ως ληξιαρχική πράξη γέννησης την κρίση που βιώνουμε, την ανέχεια, τη δυσκολία της πλειοψηφίας της κοινωνίας να ανταποκριθεί, τη δραματική και προς το χειρότερο αλλαγή των δεδομένων της καθημερινότητας που είχε συνηθίσει κάποιος να διαχειρίζεται, εν πολλοίς και πάνω στα οποία να σχεδιάσει τη ζωή και τα όνειρα, τα δικά του και της οικογένειάς του.

Ξαναδιαβάζοντας «δύσκολες» σελίδες της Ιστορίας και της διεθνούς εμπειρίας, προφανώς και η άποψη αυτή δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Δεν είναι ωστόσο η μόνη, ενδεχομένως ούτε η πλέον σφαιρική εξήγηση για το πύκνωμα των τάξεων ενός ακραίου, και όπως αποδεικνύεται εγκληματικής υφής και περιεχομένου μορφώματος, από συμπολίτες μας που ήθελαν κάτι να μας πουν. Αναζητούσαν διεξόδους, και δυστυχώς παραπλανήθηκαν, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν σε ακόμη μεγαλύτερα αδιέξοδα. Και τελικά, το μήνυμά τους να κακοποιηθεί.

H κρίση που διέρχεται τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα δεν είναι (μόνο) οικονομική. Είναι σύνθετη και πολυεπίπεδη. Μια κρίση αξιών και ηθικής. Κρίση ταυτότητας και αυτοπροδιορισμού. Κρίση ηγεσίας (πολιτικής). Και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Αφορά συνολικά μια ανθρωπότητα που έριξε μεν τις γεωγραφικές και γνωστικές γέφυρες, παρέμεινε ωστόσο κλεισμένη στον εαυτό της. Και τη στιγμή της κρίσης, βρέθηκε να αναζητεί ηγέτες, και να μην γνωρίζει πως να τους αναδείξει.

Η Ελλάδα της κρίσης δεν έχει χάσει την «ψυχή» της. Παραμένουμε μια χώρα περήφανη για το ανθρώπινο δυναμικό της, που πρόσκαιρα χάσαμε την εθνική αυτοπεποίθησή μας, σταδιακά ωστόσο καταφέρνουμε να ξαναπιάσουμε το νήμα του να πρωταγωνιστούμε στις εξελίξεις, αντί να τρέχουμε ασθμαίνοντας να μετριάσουμε τις επιπτώσεις τους.

Αν δούμε τη δεδομένη περίοδο ως ένα στραβοπάτημα, ως ένα βήμα προς τα πίσω για να πάρουμε καλύτερη φόρα για το άλμα προς το αύριο, οι ευθύνες μας ως πολιτικό σύστημα γίνονται ακόμη μεγαλύτερες.

Το πρόβλημα βρίσκεται δίπλα μας. Όπως και η λύση του. Φτάνει να έχουμε τη δύναμη να το κοιτάξουμε στα μάτια. Και την αποφασιστικότητα να ξεκινήσουμε εμείς όσα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και πολλές δεκαετίες. Ώστε η Ελλάδα μετά την κρίση, να είναι μια χώρα που δύσκολα θα υποπέσει ξανά στα ίδια λάθη τα οποία μας οδήγησαν στο χείλος του γκρεμού.

Η ελληνική κοινωνία άλλαξε, στην εποχή της κρίσης. Έγινε περισότερο απαιτητική. Υποψιασμένη. Δυστυχώς έφτασε και στην απόλυτη απαξίωση πολλές φορές. Φταίμε εμείς, και μόνο. Το δικό μας υπόδειγμα πολιτικής συμπεριφοράς και λόγου, θα πρέπει να γίνει σύγχρονο, να επικαιροποιηθεί, να ξεπηδά μέσα από τις ανάγκες της κοινωνίας, αντί πολλές φορές να τις ακυρώνει. Αν όχι να τις υπονομεύει.

Όπως αποδείχτηκε και με το παράδειγμα της Χρυσής Αυγής, η απάντηση είναι η Δημοκρατία. Και η ερώτηση όμως, η ίδια είναι. Πρέπει να σκεφτούμε πως μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα η Δημοκρατία μας. Πως θα κάνει το πολιτικό σύστημα την αυτοκάθαρσή του. Πως δεν θα διστάσουμε να κάνουμε θυσίες, ενίοτε και να ξεφορτωθούμε τα «βαρίδια», ώστε να πείσουμε την κοινωνία ότι την ακούσαμε, καταλάβαμε και αλλάξαμε.

Είδαμε τις αντιδράσεις της κοινωνίας στην υπόθεση Τσοχατζόπουλου. Κανείς δεν πείθεται ότι η «κάθαρση» ολοκληρώνεται με ένα όνομα, όσο ηχηρό κι αν ακούγεται. Πρέπει να πάμε στο επόμενο. Και από εκεί, σε ένα άλλο. Η κοινωνία θα μας παρακολουθεί και θα κρίνει. Και στο τέλος θα βγάλει τη δική της ετυμηγορία.

Αν μάλιστα πρέπει να φτάσουμε ακόμη και μπροστά στις κάλπες, για να εξαχθεί η ετυμηγορία αυτή, δεν πρέπει να διστάσουμε.

Οι επόμενες εκλογές θα μπορούν να είναι οι πρώτες της «Νέας Ελλάδας». Αφού πρώτα θα έχουμε κλείσει τους λογαριασμούς μας με την «προηγούμενη Ελλάδα».

Και αφού θα έχουμε πείσει μια κοινωνία που το ίδιο το πολιτικό σύστημα την ώθησε στην αποχή, την απάθεια, την απαξίωση, ότι αξίζει τον κόπο να «επανενταχθεί».

Και να προσπαθήσει μαζί μας. Να σηκώσουμε (ξανά) την Ελλάδα ψηλά.